κοινωμα

κοινωμα
    κοίνωμα
    -ατος τό близкие отношения, тж. брачная связь Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοινωμα" в других словарях:

  • κοίνωμα — κοίνωμα, τὸ (Α) [κοινώ] 1. ερωτική ομιλία, συνεύρεση, συνουσία 2. σύνδεσμος, αυλακωτός αρμός …   Dictionary of Greek

  • κοινωμάτων — κοίνωμα intercourse neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινώμασι — κοίνωμα intercourse neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινώματα — κοίνωμα intercourse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωμάτιο — το (Α κοινωμάτιον) νεοελλ. είδος αμφικέφαλου ήλου για μόνιμη ήλωση μεταλλικών ελασμάτων, κν. περτσίνι αρχ. σιδερένιος αρμός, δεσμός, σύνδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίνωμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»